ψωνιστής

ψωνιστής
ο опытный покупатель, закупщик;

§ ψωνιστής καί κουβαλητής — образцовый хозяин


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψωνιστής" в других словарях:

  • ψωνιστής — ο 1. αυτός που ψωνίζει συχνά, αυτός που γνωρίζει να ψωνίζει καλά πράγματα. 2. φρ., «ψωνιστής και κουβαλητής», το πρότυπο του νοικοκύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωνιστής — και ψουνιστής, ο, Ν [ψωνίζω] 1. ο έμπειρος στα ψώνια 2. αυτός που τού αρέσει να ψωνίζει …   Dictionary of Greek

  • καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψωνιστής …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο βλ. ψωνιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»